- φεγγάριασμα
- το лунатизм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φεγγάριασμα — το, Ν [φεγγαριάζομαι] 1. η κακή επίδραση τής σελήνης 2. η νόσος ίκτερος, η οποία, σύμφωνα με παλαιότερες δοξασίες, οφείλεται στην κακή επίδραση τής σελήνης … Dictionary of Greek
φεγγάριασμα — το, ατος 1. η κακή επίδραση του φεγγαριού. 2. η ασθένεια ίκτερος, που, όπως πιστεύεται, προκαλείται από την κακή επίδραση του φεγγαριού, το ηλιόκρουγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)